λυκοφόρος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ον,
A branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς 11), Str.5.1.9.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.
Greek Monolingual
λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].