οἶβος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ,
A piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.
Greek (Liddell-Scott)
οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d’un bœuf.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].
Russian (Dvoretsky)
οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: back of the neck of a cow (Luc. Lex. 3)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Does it occur in ὀ῎χθοιβος?