καρπάσινος

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάσινος Medium diacritics: καρπάσινος Low diacritics: καρπάσινος Capitals: ΚΑΡΠΑΣΙΝΟΣ
Transliteration A: karpásinos Transliteration B: karpasinos Transliteration C: karpasinos Beta Code: karpa/sinos

English (LSJ)

[πᾰ], η, ον,

   A made of κάρπασος, LXXEs.1.6, Str.7.2.3, D.H.2.68.

German (Pape)

[Seite 1328] von seinem spanischem Flachs, ἐφαπτίδες Strab. VII, 294, ἐσθής D. Hal. 2, 68.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάσινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ καρπάσου, δηλ. ἐκ λεπτοῦ λίνου, Στράβ. 294, Διον. Ἁλ. 2. 68:- ὡσαύτως καρπάσιος, α, ον, Παυσαν. 1. 26, 7. - Κατὰ Φώτ. «καρπάσινοι, κορτῖναι», παραπετάσματα.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) κάρπασος
ο κατασκευασμένος από κάρπασο.