κυριολεκτέω
From LSJ
English (LSJ)
A use words in their proper or literal sense, Alex.Aphr. in SE166.6; opp. τροπολεκτεω, in Pass., Eust.633.26, 836.58; κυριολεκτῶν, opp. καταχρηστικῶς, Phlp. in de An.490.19.
German (Pape)
[Seite 1536] ein Wort in eigentlicher Bedeutung brauchen, Ggstz von τροπολογέω; auch = ein Wort vorzugsweise von einem einzigen Gegenstande brauchen; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριολεκτέω: μεταχειρίζομαι κυριολεκτικὰς φράσεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροπολεκτέω, Εὐστ. 633. 26., 836. 58, κτλ. ΙΙ. καλῶ μὲ τὸ ὄνομα Κύριος, Ἰουστῖν. Μ.