μαρμαρογλύπτης

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρογλύπτης Medium diacritics: μαρμαρογλύπτης Low diacritics: μαρμαρογλύπτης Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: marmaroglýptēs Transliteration B: marmaroglyptēs Transliteration C: marmaroglyptis Beta Code: marmaroglu/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, =

   A marmorum sculptor, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.