μεροποιός
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
όν,
A creating parts, κίνησις πολλοποιὸς καὶ μ. Dam.Pr.221.
Greek Monolingual
μεροποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός].