μαιόομαι
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
A = μαιεύομαι, 1 of a midwife, deliver a woman, Call. Jov.35, Luc.DDeor.16.2, cf. Plu.2.999c; ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ' ἔτικτε AP9.80 (Leon.); ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι IG 14.967; of Hephaestus at the birth of Athena, Corn.ND19: abs., practise midwifery, Sor.1.80: in pass. sense, ὑφ' ἧς μαιωθεῖσα Apollod. 1.4.1. 2 of the mother, to be delivered of, ἣν… οὐ μαιώσατο μήτηρ Coluth.181, cf. Nonn.D.4.437, etc. II of a nurse, suckle, μαζῷ τινα ib.8.186. III Act. only late, of dawn bringing forth day, Jo.Gaz.1.58.
Greek (Liddell-Scott)
μαιόομαι: μέλλ. -ώσομαι, ἀποθ., -μαιεύομαι, 1) ἐπὶ μαίας, ἐλευθερώνω γυναῖκα, βοηθῶ αὐτὴν νὰ γεννήσῃ, Καλλ. εἰς Δία 35, Πλούτ. 2. 999C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ’ ἔτικτε Ἀνθ. Π. 9. 80· ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5974Β. 4· - ἐπὶ παθητ. σημασ., ὑφ’ ἧς μαιωθεῖσα Ἀπολλόδ. 1. 4, 1. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, «ἐλευθεροῦμαι», γεννῶ, ἣν... οὐ μαιώσατο μήτηρ Κόλουθ. 180, πρβλ. Νόνν. Δ. 4. 437, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τροφοῦ, «βυζαίνω», θυλάζω, μαζῷ τινα Νόνν. Δ. 8. 186.
Greek Monotonic
μαιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αποθ. μαιεύομαι, ξεγεννώ μια γυναίκα, σε Λουκ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαιόομαι: Plut., Luc., Anth. = μαιεύομαι.