οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Full diacritics: ξηρόβηξ | Medium diacritics: ξηρόβηξ | Low diacritics: ξηρόβηξ | Capitals: ΞΗΡΟΒΗΞ |
Transliteration A: xēróbēx | Transliteration B: xērobēx | Transliteration C: ksiroviks | Beta Code: chro/bhc |
βηχος, ὁ,
A dry cough, Cass.Fel.34(pl.).
ξηρόβηξ, ὁ (Α)
βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»].