πανελεύθερος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον,
A entirely free, APl.5.338, IG14.400 (Lipara).
German (Pape)
[Seite 459] ganz frei, γενέθλη, Ep. in athl. stat. 9 (Plan. 338).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνελεύθερος: -ον, ὁ παντελῶς ἐλεύθερος, Ἀνθ. Πλαν. 338, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
complètement libre.
Étymologie: πᾶς, ἐλεύθερος.
Greek Monolingual
-ον, Α
τελείως ελεύθερος, ελεύθερος από κάθε άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐλεύθερος.
Greek Monotonic
πᾰνελεύθερος: -ον, εντελώς ελεύθερος, σε Ανθ.