παυσίκακος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A ending evils, Sch.Pi.O.2.1.
German (Pape)
[Seite 538] Uebel stillend, beendigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίκᾰκος: -ον, ὁ καταπαύων τὰ κακά, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 1, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, 292.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που σταματάει, που απομακρύνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κακός, πρβλ. λυσί-κακος].