παυσίκακος
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
[ῐ], ον, ending evils, Sch.Pi.O.2.1.
German (Pape)
[Seite 538] Uebel stillend, beendigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίκᾰκος: -ον, ὁ καταπαύων τὰ κακά, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 1, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, 292.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που σταματάει, που απομακρύνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κακός, πρβλ. λυσίκακος].