προδιασπείρω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Greek Monolingual
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].
Full diacritics: προδιασπείρω | Medium diacritics: προδιασπείρω | Low diacritics: προδιασπείρω | Capitals: ΠΡΟΔΙΑΣΠΕΙΡΩ |
Transliteration A: prodiaspeírō | Transliteration B: prodiaspeirō | Transliteration C: prodiaspeiro | Beta Code: prodiaspei/rw |
A disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].