προδιασπείρω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Greek Monolingual
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].