προδιαλογίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A discuss previously, Chrysipp.Stoic.3.129.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλογίζομαι: διαλογίζομαι, ἐξετάζω καλῶς πρότερον, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. 5. 150.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω κάτι προσεκτικά εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλογίζομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι, εξετάζω»].