θυλακίζω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A collect scraps in a wallet: hence, at Tarentum, beg, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1222] (einsacken) betteln, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκίζω: βάλλω εἰς τὸ θυλάκιον, ἐπαιτῶ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυλακίζω (Α) θύλακος
1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω
2. συνεκδ. επαιτώ.