καρηβαρικός

From LSJ
Revision as of 10:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρικός Medium diacritics: καρηβαρικός Low diacritics: καρηβαρικός Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karēbarikós Transliteration B: karēbarikos Transliteration C: karivarikos Beta Code: karhbariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A subject to headache, Hp.Epid.3.17.<*>; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47.    II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.

German (Pape)

[Seite 1327] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; οἶνος Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν πάθος, Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.

Greek Monolingual

καρηβαρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει πονοκέφαλο
2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν
η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία].

Russian (Dvoretsky)

καρηβᾰρικός: ударяющий в голову, пьянящий (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.).