κωλυσανέμας

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσᾰνέμας Medium diacritics: κωλυσανέμας Low diacritics: κωλυσανέμας Capitals: ΚΩΛΥΣΑΝΕΜΑΣ
Transliteration A: kōlysanémas Transliteration B: kōlysanemas Transliteration C: kolysanemas Beta Code: kwlusane/mas

English (LSJ)

ου, ὁ, or κωλῡσάνεμος, ὁ,

   A checking the winds, epith. of Empedocles, Timae.94, Suid. s.v. Ἐμπεδοκλῆς; cf. ἀλεξάνεμος.

German (Pape)

[Seite 1543] ὁ, der die Winde abhält; so wurde Empedokles genannt, als Einer, der die Winde beschwören könne, VLL. u. D. L. 8, 60. Bei Suid. v. ἄπνους κωλυσάνεμος

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσᾰνέμας: -ου, ὁ, ἢ κωλῡσάνεμος, ον, ὁ κωλύων τοὺς ἀνέμους, ἐπίθετ. τοῦ Ἐμπεδοκλέους καλουμένου οὕτως ὡς ὑπισχνουμένου τοῖς Ἀκραγαντίνοις κωλύσειν τοὺς ἀνέμους πνεῖν κατὰ τῆς πόλεως αὐτῶν, Διογ. Λ. 8. 60, Κλήμ. Ἀλ. 754, Σουΐδ. ἐν λ. Ἐμπεδοκλῆς· οὕτως, Ἀλεξάνεμος, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 136, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29.

Greek Monolingual

κωλυσανέμας και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)
αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + ἄνεμος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡσᾰνέμᾱς: ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L.