λιθολευστέω
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
A pelt with stones, Sch.Ar.Ach. 233.
German (Pape)
[Seite 45] mit Steinen werfen, steinigen, Sp., wie Schol. Ar. Ach. 232.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθολευστέω: λιθοβολῶ, ἀποκτείνω διὰ λιθοβολίας, Ἐκκλ., Γραμμ.