μονόστεγος

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστεγος Medium diacritics: μονόστεγος Low diacritics: μονόστεγος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: monóstegos Transliteration B: monostegos Transliteration C: monostegos Beta Code: mono/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη)

   A of one story, στοά D.H. 3.68; ὕψος Str.17.1.37; οἰκίδιον BGU889.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστεγος: -ον, (στέγη) ὁ ἔχων μίαν μόνον στέγην, ἓν πάτωμα, Διον. Ἁλ. 3. 68.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστεγος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στεγος (< στέγη)].