μελισσότευκτος

From LSJ
Revision as of 11:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσότευκτος Medium diacritics: μελισσότευκτος Low diacritics: μελισσότευκτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: melissóteuktos Transliteration B: melissoteuktos Transliteration C: melissotefktos Beta Code: melisso/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A made by bees, κηρία Pi.Fr.152.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.

English (Slater)

μελισσότευκτος
   1 made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.

Greek Monolingual

μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].

Russian (Dvoretsky)

μελισσότευκτος: построенный пчелами (κηρία Pind.).