μεγαλόκαυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with large stalk, ib.7.6.3.
German (Pape)
[Seite 106] großstengelig, -stielig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόκαυλος: -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.
Greek Monolingual
μεγαλόκαυλος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει μεγάλο καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καυλός «μίσχος» (πρβλ. βραχύ-καυλος)].