παρασχοινίζω

From LSJ
Revision as of 11:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχοινίζω Medium diacritics: παρασχοινίζω Low diacritics: παρασχοινίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: paraschoinízō Transliteration B: paraschoinizō Transliteration C: paraschoinizo Beta Code: parasxoini/zw

English (LSJ)

   A fence off with lines, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.

German (Pape)

[Seite 501] durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχοινίζω: ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, σχοινίον ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ μῆκος, Πολυδ. Ζ΄, 160.

Greek Monolingual

Α
φράζω κάτι με τεντωμένο σχοινί («παρεσχοίνισται ἡ ὁδός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σχοινί + κατάλ. -ίζω].