προνοητεύω
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
A hold the office of προνοητής, CIG2639 (Cyprus).
Greek Monolingual
Α προνοητής
είμαι κυβερνήτης, διοικητής πόλης.