συνεικάζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεικάζω Medium diacritics: συνεικάζω Low diacritics: συνεικάζω Capitals: ΣΥΝΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: syneikázō Transliteration B: syneikazō Transliteration C: syneikazo Beta Code: suneika/zw

English (LSJ)

   A bring into the estimate, Ptol.Tetr.120.    II copy, mimic, Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 1010] zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεικάζω: συγκρίνω, συμπαραβάλλω, Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β.

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].

Greek Monolingual

Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].