ἀμφίπλευρος

From LSJ
Revision as of 12:29, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπλευρος Medium diacritics: ἀμφίπλευρος Low diacritics: αμφίπλευρος Capitals: ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: amphípleuros Transliteration B: amphipleuros Transliteration C: amfiplevros Beta Code: a)mfi/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with traverses on both sides, θυρίδες Ph.Bel.81.30.

German (Pape)

[Seite 142] θυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπλευρος: -ον, μὲ πλευρὰς ἑκατέρωθεν, «σεσιδηρωμένας καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας αὐτῶν ποιήσομεν» Φίλ. Βελοπ. σ. 81.

Spanish (DGE)

-ον
de dos hojasde las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.Bel.81.30.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.