ἐπιπωματικός

From LSJ
Revision as of 12:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπωματικός Medium diacritics: ἐπιπωματικός Low diacritics: επιπωματικός Capitals: ΕΠΙΠΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epipōmatikós Transliteration B: epipōmatikos Transliteration C: epipomatikos Beta Code: e)pipwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serving to close up the pores, of oil, Sch.Ar.Pl.616.

German (Pape)

[Seite 974] ή, όν, bedeckend, verschließend, Schol. Ar. Plut. 616.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπωματικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπιπωματισμόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 616.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπωματικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη
νεοελλ.
ανατ. «επιπωματικοί υμένες» — δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα και στο ινιακό οστό.