ἔμβρωμα

From LSJ
Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμα Medium diacritics: ἔμβρωμα Low diacritics: έμβρωμα Capitals: ΕΜΒΡΩΜΑ
Transliteration A: émbrōma Transliteration B: embrōma Transliteration C: emvroma Beta Code: e)/mbrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77.    II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.

German (Pape)

[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.

Greek Monolingual

ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.