κατοίομαι

Revision as of 12:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be conceited of oneself, LXX Hb.2.5, Ph.Fr.99 H.

German (Pape)

[Seite 1403] (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίομαι: ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ ἐμαυτοῦ, Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652.

Greek Monolingual

κατοίομαι (Α)
έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»].