στημορραγέω

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημορρᾰγέω Medium diacritics: στημορραγέω Low diacritics: στημορραγέω Capitals: ΣΤΗΜΟΡΡΑΓΕΩ
Transliteration A: stēmorragéō Transliteration B: stēmorrageō Transliteration C: stimorrageo Beta Code: sthmorrage/w

English (LSJ)

(ῥήγνυμι) intr.,

   A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.

Greek (Liddell-Scott)

στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.

Middle Liddell

στημορ-ρᾰγέω,
intr. to be torn to shreds, Aesch.