λεπρύνομαι
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
A to be rough and scaly, of snakes, Nic.Th.156 (as v.l.), 262.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρύνομαι: γίνομαι τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262.
Greek Monolingual
λεπρύνομαι ή λεπραίνομαι (Α)
γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα.