πυκνόπορος
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ον,
A with close or narrow pores, Alex.Aphr.Pr.2.76.
German (Pape)
[Seite 815] mit dichten od. häufigen Gängen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόπορος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς ἢ στενοὺς τοὺς πόρους, πυκνόπορος σίδηρος Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 76.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πυκνούς πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πόρος (πρβλ. εύπορος)].