σκωληκοφάγος

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοφάγος Medium diacritics: σκωληκοφάγος Low diacritics: σκωληκοφάγος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skōlēkophágos Transliteration B: skōlēkophagos Transliteration C: skolikofagos Beta Code: skwlhkofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating worms or grubs, ib.592b16.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).