στρατόπλωτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (πλέω)
A transporting an army, ῥῆτραι σ. orders for sailing, Lyc.1037.
German (Pape)
[Seite 952] das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτόπλωτος: -ον, (πλέω) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός.