τεράζω

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεράζω Medium diacritics: τεράζω Low diacritics: τεράζω Capitals: ΤΕΡΑΖΩ
Transliteration A: terázō Transliteration B: terazō Transliteration C: terazo Beta Code: tera/zw

English (LSJ)

or (acc. to Hdn.Gr.1.443) τερᾴζω,

   A interpret portents or prodigies, A.Ag.125 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1092] Zeichen deuten, auslegen, weissagen, οὕτω δ' εἶπε τεράζων, Aesch. Ag. 124. Auch = τερατεύομαι, Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

τεράζω: ἢ (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23) τερᾴζω, τερατεύω, ἑρμηνεύω τὰ τέρατα, δηλ. τὰ σημεῖα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 125, πρβλ. ματάζω, σφαδάζω.

French (Bailly abrégé)

interpréter des présages, prophétiser.
Étymologie: τέρας.

Greek Monolingual

και τερᾴζω, Α τέρας
ερμηνεύω, εξηγώ θεϊκά σημάδια.

Greek Monotonic

τεράζω: ή τερᾴζω, μόνο στον ενεστ., (τέρας), ερμηνεύω τους οιωνούς ή τα φαινόμενα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τεράζω, only in pres.] τέρας
to interpret portents or prodigies, Aesch.