περικατάληπτος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληπτος Medium diacritics: περικατάληπτος Low diacritics: περικατάληπτος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: perikatálēptos Transliteration B: perikatalēptos Transliteration C: perikataliptos Beta Code: perikata/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39.    2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.

German (Pape)

[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.

Russian (Dvoretsky)

περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.