πολυγόνατος

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγόνᾰτος Medium diacritics: πολυγόνατος Low diacritics: πολυγόνατος Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: polygónatos Transliteration B: polygonatos Transliteration C: polygonatos Beta Code: polugo/natos

English (LSJ)

ον,

   A having many joints, Dsc.1.14, al.    II Subst. -γόνατον, τό, sealwort, Polygonatum multiflorum, Id.4.6.    2 = λευκάκανθα 2, Id.3.19, Plin.HN22.40.    3 = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.    4 = πολύκνημον, Dsc.3.94.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες
αρχ.
1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό λευκάκανθα
γ) το φυτό πολύκνημο
δ) το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γόνατος (< γόνυ, γόνατος «κόμβος»), πρβλ. ολιγο-γόνατος. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygonatum].