προϋπορρίπτω
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A cast under first, Sor.2.13 (Pass.).
Greek Monolingual
Α
ρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»].