φιλοκαλία

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκᾰλία Medium diacritics: φιλοκαλία Low diacritics: φιλοκαλία Capitals: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Transliteration A: philokalía Transliteration B: philokalia Transliteration C: filokalia Beta Code: filokali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love for the beautiful, D.S.1.51.    2 love of cleanliness, Hsch.    3 Arithm., calculation, working out, Vett.Val. 361.22.    4 care, attention, Hippiatr.68.

German (Pape)

[Seite 1280] ἡ, Liebe zum Schönen, Guten, Edlen, Ehrliebe, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκᾰλία: ἡ, τὸ φιλεῖν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον, Διόδ. 1. 51, Φιλόστρ. 570, κλπ. 2) τὸ φιλεῖν τὴν καθαριότητα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόκαλος
1. αγάπη για το ωραίο, καλαισθησία
2. ως κύριο όν. Φιλοκαλία
εκκλ. απάνθισμα τών συγγραμμάτων του Ωριγένους,το οποίο συνέταξαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός
μσν.-αρχ.
φροντίδα, προσοχή
αρχ.
1. καλαίσθητη διακόσμηση («ποιεῑσθαι τὴν φιλοκαλίαν τοῡ βαλανείου», πάπ.)
2. μαθημ. εκτέλεση λογαριασμού
3. (κατά τον Ησύχ.) αγάπη για την καθαριότητα
4. ευρυμάθεια.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκᾰλία: ἡ любовь к прекрасному Diod.