ἀνεπίληστος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A not to be forgotten, Aristaenet.2.13, Hsch. s.v. ἀλαστοῖς. Adv. -τως Sch.Od.14.174.
German (Pape)
[Seite 224] unvergeßlich, Aristaenet. p. 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λησμονήσῃ, ἀλησμόνητος, Ἀρισταίν. 2. 13. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 174.
Spanish (DGE)
-ον
1 inolvidable ἔρως Aristaenet.2.13.3, cf. Sch.Hes.Th.467, Sch.Call.Lau.Pall.87.
2 adv. -ως inolvidablemente Sch.Od.14.174.
Greek Monolingual
ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].