ὑάλωμα

From LSJ
Revision as of 14:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλωμα Medium diacritics: ὑάλωμα Low diacritics: υάλωμα Capitals: ΥΑΛΩΜΑ
Transliteration A: hyálōma Transliteration B: hyalōma Transliteration C: yaloma Beta Code: u(a/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A glazing of the eye, a disease of horses, Hippiatr.11.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, die Verglasung des Auges, das Glasange, eine Pferdekrankheit, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑάλωμα: τό, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν ἵππου, ὡς τὸ γλαύκωμα, «συμβαίνει δὲ ἐκ τούτου, ὃ καλεῖται ὑάλωμα ὅμοιον ψηφῖδι λευκῇ» Ἱππιατρ. 1, σ. 43, 11.

Greek Monolingual

το / ὑάλωμα, -ώματος, ΝΜ
οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα
νεοελλ.
1. υάλωση
2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά
3. το υαλογράφημα
4. το εφυάλωμα, το σμάλτο
5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. γλαύκ-ωμα)].