σκληροειδής

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροειδής Medium diacritics: σκληροειδής Low diacritics: σκληροειδής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sklēroeidḗs Transliteration B: sklēroeidēs Transliteration C: skliroeidis Beta Code: sklhroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of hard nature or kind, Hsch. s.v. ἶπες.

German (Pape)

[Seite 900] ές, von harter Art, Hesych. v. ἶπες.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροειδής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ εἶδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) σκληρός ως προς τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ειδής].