σκύλμα
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ατος, τό,
A hair plucked out, κόμης σκύλματα AP5.129 (Maec.); σκύλμα κόμης ib.247 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 907] τό, zerrauftes, zerzaus'tes Haar, κόμης σκύλματα εἰκαῖα, Qu. Maec. 3 (V, 130), das Zerraufen des Haares, vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 73.
Greek (Liddell-Scott)
σκύλμα: τό, ἐκτετιλμένη κόμη, κόμης σκύλματα Ἀνθ. Π. 5. 130· σκύλμα κόμης αὐτόθι 248· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 73.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μσν.
ενόχληση ή σύγχυση
αρχ.
μαδημένα μαλλιά («κόμης εἰκαῑα... σκύλματα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μα (πρβλ. σφάλ-μα)].
Russian (Dvoretsky)
σκύλμα: ατος τό σκύλλω вырванный клок (κόμης σκύλματα Anth.).