σταυροειδής

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροειδής Medium diacritics: σταυροειδής Low diacritics: σταυροειδής Capitals: ΣΤΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stauroeidḗs Transliteration B: stauroeidēs Transliteration C: stavroeidis Beta Code: stauroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a cross, Aët.7.37. Adv. -ειδῶς Hsch. s.v. σταυροτύπως.

German (Pape)

[Seite 930] ές, von der Gestalt eines Pfahls od. Kreuzes, Sp.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει την μορφή, το σχήμα του σταυρού (α. «σταυροειδές κόσμημα» β. «ἔκφρασις σταυροειδοῡς σημείου, ὅπερ νῡν οἱ Ῥωμαῑοι λάβαρον καλουσιν», Ευστ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σταυροειδής ναός» — σταυρεπίστεγος, σταυροθόλωτος ναός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σταυροειδές
το σχήμα του σταυρού.
επίρρ...
σταυροειδώς / σταυροειδῶς ΝΜΑ
σε σχήμα σταυρού, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ειδής].