ταυρέλαφος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρέλᾰφος Medium diacritics: ταυρέλαφος Low diacritics: ταυρέλαφος Capitals: ΤΑΥΡΕΛΑΦΟΣ
Transliteration A: taurélaphos Transliteration B: taurelaphos Transliteration C: tavrelafos Beta Code: taure/lafos

English (LSJ)

ὁ,

   A tame Indian buffalo, Cosmas Indicopleustes 11 (ed. E. O. Winstedt, Cambr. 1909); also a wild Ethiopian species, ibid., Ael.NA17.45.

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, der Stierhirsch, ein gezähmtes Lastthier bei den Indern; Ael. H. A. 17, 45; Cosm. Indopl.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρέλᾰφος: ὁ, εἶδος ζῴου χρησιμεύοντος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, ἐν τῇ Ἰνδικῇ κατὰ τὸν Κοσμᾶ ἐν Τοπογρ. Χριστ. 334Ε. πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 45· ὡσαύτως, ταυρελέφας, Φιλοστόργιος ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 11, Νικηφ. 9. 19, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (στην Ινδία) ήμερος ταύρος
2. (στην Αιθιοπία) είδος άγριου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἔλαφος.