τετράωτος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰωτος Medium diacritics: τετράωτος Low diacritics: τετράωτος Capitals: ΤΕΤΡΑΩΤΟΣ
Transliteration A: tetráōtos Transliteration B: tetraōtos Transliteration C: tetraotos Beta Code: tetra/wtos

English (LSJ)

ον,

   A with four ears, Zen.1.54; with four handles, ποτήριον Simarist. ap. Ath.11.483a.

German (Pape)

[Seite 1100] mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετράωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, παροιμία «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, ποτήριον Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά
2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύ-ωτος].