τετράστοιχος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστοιχος Medium diacritics: τετράστοιχος Low diacritics: τετράστοιχος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: tetrástoichos Transliteration B: tetrastoichos Transliteration C: tetrastoichos Beta Code: tetra/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in four rows, κριθαί ib.8.4.2.    2 τ. σῶμα alloy of four metals, Olymp.Alch.p.96 B.    II τετράστοιχον, τό, four classes of ζῷα, Procl.in Cra.p.22 P.

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Reihen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων στοίχων ἢ σειρῶν, διῃρημένον κατὰ τὴν τετραστοιχίαν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις στοίχους ή τέσσερεις σειρές
μσν.
φρ. «τετράστοιχον σῶμα» — κράμα από τέσσερα μέταλλα
μσν.-αρχ.
αυτός αποτελείται από τέσσερα στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρί-στοιχος)].