τρίκλωνος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκλωνος Medium diacritics: τρίκλωνος Low diacritics: τρίκλωνος Capitals: ΤΡΙΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: tríklōnos Transliteration B: triklōnos Transliteration C: triklonos Beta Code: tri/klwnos

English (LSJ)

ον,

   A with or of three shoots, Sch.Theoc.3.29.

German (Pape)

[Seite 1143] mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκλωνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κλῶνας, τὸ τηλέφιλον κάτωθεν ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές
2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»].