φύξιος
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ον,
A of banishment, οἶτος A.R.4.699. 2 putting to flight, epith. of Zeus, Apollod.1.9.1, cf. Lyc.288, Paus.2.21.2, Supp.Epigr.7.894.9 (Gerasa, i A. D.); of Apollo, Philostr.Her.10.4, Suid.
German (Pape)
[Seite 1316] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus.
Greek (Liddell-Scott)
φύξιος: -ον, ὁ τῆς φυγῆς, φύξιον οἶτον, «φύξιος δὲ οἶτος ἐνταῦθα ὁ θάνατος, δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la fuite ; τὸ φύξιον lieu d’asile ou de refuge.
Étymologie: φεύγω.
Greek Monolingual
-ον, Α φύξις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή
2. αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε φυγή.