φιλοπενθής

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπενθής Medium diacritics: φιλοπενθής Low diacritics: φιλοπενθής Capitals: ΦΙΛΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: philopenthḗs Transliteration B: philopenthēs Transliteration C: filopenthis Beta Code: filopenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.

German (Pape)

[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s’attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές
υπερβολική θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].

Russian (Dvoretsky)

φιλοπενθής: склонный к печали, любящий грустить (γυναῖκες Plut.).