ἀκεσίμβροτος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A healing mortals, of Asclepius, Orph.L.8; ἀ. ἄνθος Poet. deherb.146.
German (Pape)
[Seite 71] Menschen heilend, Asklepios, bei Orph. Lith. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεσίμβροτος: [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.
Greek Monolingual
ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.